- κοίλασμα
- -ατος τό N 3 0-0-1-0-0=1 Is 8,14hollow (hollowed out as trap); neol.→LSJ RSuppl
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
κοίλασμα — hollow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλασμα — το (Α κοίλασμα) [κοιλαίνω] η κοίλανση, το κοίλωμα αρχ. 1. αύλακα 2. το εσωτερικό κοίλωμα λύχνου … Dictionary of Greek
κοιλάσμασι — κοίλασμα hollow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματι — κοίλασμα hollow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλάσματος — κοίλασμα hollow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)